ραφτικά

ραφτικά
τα, Ν
βλ. ραπτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραφτικά — τα η αμοιβή που δίνεται στο ράφτη (ή στη ράφτρα) για το ράψιμο: Ράβει καλά, αλλάπαίρνει πολλά ραφτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσόχα — η, Ν 1. είδος μάλλινου υφάσματος 2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα») β) η χαρτοπαιξία 3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» δεν έχω να χάσω τίποτε β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» λέγεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • ράψιμο — το / ῥάψιμον, ΝΜ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ράβω, το να ράβει κανείς κάτι 2. η αμοιβή τού ράφτη, τα ραφτικά (α. «το ράψιμο μού κόστισε πολύ φθηνά» β. «ἔπαρ τὸ ῥάψιμόν σου», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαψ τού αορ. ἔ ραψ α τού ῥάπτω + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ραπτικός — ή, ό / ῥαπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτικός, ή, ό, Ν [ῥάπτης / ράφτης] το θηλ. ως ουσ. η ραπτική και ραφτική / ῥαπτική η τέχνη τού ράπτη, η τέχνη τής κατασκευής ενδυμάτων και λινοσκευής νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ραπτικά και ραφτικά τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”